- πολύφροντις
- πολύφροντιςfull of thoughtfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύφροντις — ι, ΝΜΑ αυτός που κατέχεται από πολλές φροντίδες, περίφροντις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φροντίς, ίδος (πρβλ. ά φροντις)] … Dictionary of Greek
πολυφρόντιδα — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδες — πολύφροντις full of thought fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδι — πολύφροντις full of thought fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφρόντιδος — πολύφροντις full of thought fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντι — πολύφροντις full of thought fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφροντιν — πολύφροντις full of thought fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκυλτος — ον, Μ αυτός που έχει πολλές έγνοιες, πολλές φροντίδες, μέριμνες, πολύφροντις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκύλλω «ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ»] … Dictionary of Greek